- πομφολύζω
- πομφολύζω1 well up
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πομφολύζω — ἡ πομφολύσσω Α παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, υγος* (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)] … Dictionary of Greek
πομφολύξῃ — πομφολύζω bubble aor subj mid 2nd sg πομφολύζω bubble aor subj act 3rd sg πομφολύζω bubble fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφόλυξαν — πομφολύζω bubble aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)